- ἀβριθής
- ἀβρῑθής, ές,A of no weight,
βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αβριθής — ἀβριθής, ές (Α) [βρίθω] ο χωρίς βάρος … Dictionary of Greek
ἀβριθές — ἀβρῑθές , ἀβριθής of no weight masc/fem voc sg ἀβρῑθές , ἀβριθής of no weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek